- σαξόφωνο
- Πνευστό μουσικό όργανο που το εφεύρε το 1840 ο Βέλγος κατασκευαστής μουσικών οργάνων Αντόλφ Σαξ (1814-1894). Συνίσταται από ένα χάλκινο σωλήνα με κωνικό σχήμα, που έχει κλειδιά όπως το όμποε και απλό επιστόμιο όμοιο με του κλαρίνου. Αφού το 1846 ο κατασκευαστής του πήρε δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στη Γαλλία, το όργανο χρησιμοποιήθηκε αρχικά μόνο στις μπάντες, γιατί ο ήχος του δεν κρίθηκε αρκετά ευγενικός και καθαρός. Αργότερα όμως εκτιμήθηκε, και το σ. - που συνδυάζει το ηχόχρωμα του τρομπονιού, τη βαθύτητα του βιολοντσέλου και τη λεπτότητα
του φλάουτου - έγινε δεκτό στη συμφωνική ορχήστρα και κατόπιν στη τζαζ, της οποίας είναι ένα από τα βασικά όργανα. Σήμερα τα σ. αποτελούν οικογένεια από δώδεκα όργανα, με διαφορετική έκταση, από τα οποία τα πιο διαδομένα είναι: το «σοπρανίνο», το «σοπράνο», το «κοντράλτο», το «τενόρε», το «βαρύτονο» και το «μπάσο».
Ο Μπιζέ χρησιμοποίησε το σ. στην Αρλεζιάva, ο Ρίχαρντ Στράους στην Οικογενειακή συμφωνία, ο Μωρίς Ραβέλ στο Μπολέρο, ο Τζωρτζ Γκέρσουιν στο Ένας Αμερικανός στο Παρίσι, ο Γκοφρέντο Πετράσσι στην Παρτίτα και στο Πρώτο κονσέρτο για ορχήστρα.
Τα σαξόφωνα αποτελούν οικογένεια από δώδεκα όργανα με διαφορετική έκταση και χρησιμοποιούνται στις συμφωνικές ορχήστρες και στις τζαζ. Στη φωτογραφία σαξόφωνο σοπράνο.
Σαξόφωνο βαρύτονο.
* * *το, Νμουσ. οικογένεια χάλκινων πνευστών μουσικών οργάνων με μονό γλωσσίδι, επιστόμιο παρόμοιο με εκείνο τού κλαρινέτου και σωλήνα με 24 περίπου οπές που ελέγχονται από ενδεδυμένα κλειδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. saxophone < saxo- (από το όν. τού Βέλγου κατασκευαστή μουσικών οργάνων Α. J. Sax) + -phone (< φωνή)].
Dictionary of Greek. 2013.